πιθυμιά

πιθυμιά
η
επιθυμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιθυμιά — η, Ν η επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • επιθυμία, η — και (ε)πιθυμιά, η και (ε)πιθύμια, η και αποθυμιά, η η τάση της ψυχής για κάτι (για απόκτηση δηλ. ή απόλαυση αντικειμένου), πόθος, όρεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιθυμιάρης — α, ικο, Ν αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθυμιά + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”